- εναποτίνω
- ἐναποτίνω (Α)καταβάλλω, πληρώνω για δαπάνες δίκης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐναποτεῖσαι — ἐναποτίνω pay aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποτῖσαι — ἐναποτίνω pay aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)